Στίχοι και μουσική: Βαγγέλης Παπάζογλου, Αγγούρης
Μουσική: Βαγγέλης Παπάζογλου, Αγγούρης
Πρώτη εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης
Κάτω στα λε-, βρε κάτω στα λε-, κάτω στα λεμονάδικα
κάτω στα λεμονάδικα γίνηκε φασαρία
δυο λαχανάδες πιάσανε
και κάναν την κυρία
Τα σίδερα, βρε τα σίδερα, τα σίδερα τους φόρεσαν
τα σίδερα τους φόρεσαν και στη στενή τους πάνε
κι αν δε βρεθούν τα λάχανα
το ξύλο που θα φάνε
Κυρ αστυνό-, βρε κυρ αστυνό-, κυρ αστυνόμε μη βαράς
κυρ αστυνόμε μη βαράς, γιατί κι εσύ το ξέρεις
πως η δουλειά μας είναι αυτή
και ρέφα μη γυρεύεις
Εμείς τρώμε, βρε εμείς τρώμε, εμείς τρώμε τα λάχανα
εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν τακτικά
της φυλακής οι πόρτες
Δε μας φοβί-βρε δε μας φοβί-, δε μας φοβίζει ο θάνατος
δε μας φοβίζει ο θάνατος, δε μας τρομάζει η πείνα
γι' αυτό τσιμπούμε λάχανο
και την περνούμε φίνα
"Οι λαχανάδες"
άρθρο Tης Μαριαννας Τζιαντζη 4.12.07 Καθημερινή
Την ιστορία ενός διάσημου τραγουδιού του κορυφαίου Σμυρνιού συνθέτη Βαγγέλη Παπάζογλου παρουσίασε την Κυριακή η νέα εκπομπή «Τραγούδια που έγραψαν ιστορία» (ET1). Η αντοχή στο χρόνο είναι ένα κριτήριο της αξίας ενός τραγουδιού και οι «Λαχανάδες» («Κάτω στα Λεμονάδικα»), που ηχογραφήθηκαν το 1934, άντεξαν παλικαρίσια.
Τι σημαίνει «λεβέντης»; Η λέξη αυτή ήταν το λάιτ μοτίφ της εκπομπής. Ηταν το ερώτημα που έθεσε κάποτε ο μικρός Γιώργης Παπάζογλου και ο Βαγγέλης απάντησε ότι «λεβέντης θα είσαι όταν, αφού κερδίσεις τα πρώτα δικά σου χρήματα, πας στο καφενείο και τους κεράσεις όλους. Λεβέντης είναι ο κεραστής».
Ο συνθέτης αυτός ήταν λεβέντης, αφού τα τραγούδια του κερνούσαν (και κερνούν) χαρά τους ανθρώπους, γιατί, όπως εξηγεί σήμερα ο γιος του, το σμυρνέικο τραγούδι είναι τρυφερό σαν νανούρισμα («Να χαρώ εγώ το ζαχαρένιο το στοματάκι σου!», έλεγαν στον Στελάκη Περπινιάδη, τον πρώτο ερμηνευτή των «Λαχανάδων»).
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο ρακένδυτος και ταλαιπωρημένος Β. Παπάζογλου το έφερε βαρέως που έπαιζε μουσική, στο λιμάνι του Πειραιά, και έβγαζε «πιατάκι» για να επιβιώσει, «ένα τόσο δα πιατάκι», που όμως είχε «δέκα τόνους βάρος». Βαριά η ντροπή της επαιτείας.
«Λαχανάδες» ήταν οι πορτοφολάδες, ενώ «λάχανο» δεν είναι το πορτοφόλι (αυτό το έλεγαν «παντόφλα»), αλλά τα προπολεμικά χαρτονομίσματα που είχαν το χρώμα της λαχανίδας και ήταν «μεγάλα σαν σεντονάκια». Ο συνθέτης επικρίθηκε ότι εξωραΐζει την κλοπή, όμως στην πραγματικότητα «παρατηρεί» ένα φαινόμενο, αλλά το παρατηρεί με τα μάτια των φτωχών και των ανέργων: «δεν μας φοβίζει ο θάνατος, μόν’ μας τρομάζει η πείνα».
Ο συνθέτης, που δεν είχε συμβιβαστεί με τη μεταξική λογοκρισία, πέθανε στην Κατοχή, στα 45 του χρόνια, από τη φυματίωση και την πείνα. Και πέθανε επειδή «δεν πήγαινε να τραγουδήσει στα κέντρα για να χορεύουν οι μαυραγορίτες», αφού τότε μόνον οι μαυραγορίτες είχαν χρήματα για γλέντια.
Η ζωή, η προσωπικότητα, η εποχή, η δημιουργία: όλα πάνε πακέτο. Οχι ότι πρέπει κανείς να λιμοκτονεί για να θεωρηθεί καλλιτέχνης. Ομως κάθε μικρή και μεγάλη προδοσία αφήνει τη σφραγίδα της στο έργο κάθε δημιουργού - και αυτό δεν ισχύει μόνο για τον Μεσοπόλεμο, αλλά για κάθε εποχή.
Το ημίωρο ντοκιμαντέρ για τους «Λαχανάδες» (σκηνοθεσία Γιώργου Χρ. Ζέρβα) ήταν λιτό και ουσιώδες, όπως ταιριάζει σε ένα τέτοιο τραγούδι.
Είναι, νομίζω, αυτονόητο ότι τις εκπομπές αυτές δεν τις βλέπουμε για να εμπλουτιστούν οι γνώσεις μας για το ρεμπέτικο ή για να αποθεώσουμε το μουσικό μας παρελθόν και ταυτόχρονα να κλαψουρίσουμε για την τάχα «άγονη» δική μας εποχή, αλλά και για να αναρωτηθούμε ποιο είναι σήμερα το νόημα του συμβιβασμού και της αντίστασης.
Οι «Λαχανάδες» μιλούν για τα παλιά και δύσκολα χρόνια, όμως ταυτόχρονα εκπέμπουν ευγένεια και λεβεντιά, ιδιότητες που θα θέλαμε να τις συναντάμε και σήμερα - και ας μην είναι πάντα εύκολος και εμφανής ο τρόπος της καλλιτεχνικής τους έκφρασης.
«Αν δεν ήταν ρεμπέτης, ο Βαγγέλης θα ζούσε», δηλαδή δεν θα πέθαινε τόσο νέος, λέει ο γιος του. Πράγματι, εκείνος θα ζούσε κάποια χρόνια παραπάνω, όμως δεν ξέρουμε αν θα ζούσε το έργο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου