Αν δεν μπορείς να τραγουδήσεις μίλα Αν δεν σ’ αρέσει η ομιλία γέλα ή χαμογέλα Ή κάνε κάτι με το πρόσωπό σου κούνα Τα χείλια ή τα βλέφαρα έστω ανεπαίσθητα Σμίξε τα φρύδια σούφρωσε το μέτωπο Δείξε πως σκέφτεσαι πως ζεις Δείξε μονάχα τέντωσε το δάχτυλο και δείξε Δεν έχει σημασία τι θα δείξεις δείξε
Αν μείνεις έτσι δεν θα τη γλιτώσεις Θα σε μετακομίσουνε στην αποθήκη Μαζί με άλλα έπιπλα μ’ άλλα μπαλσαμωμένα ζώα
απο το κανάλι του Dimitris Mystakidis Στίχοι - Μουσική: Δημήτρης Μυστακίδης
Βασισμένο στο ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη "Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος"
Δημήτρης Μυστακίδης: κιθάρα, τζουράς, πλήκτρα, τραγούδι Βασίλης Μπαχαρίδης:
τύμπανα Συμμετέχουν οι φοιτητές του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων: Άννα Λαζάρου, Αμαλία Περδικέα, Αμαλία Χαβέλα, Θανάσης Βισβίκης
Μίλα,
μην κάνεις πως δεν βλέπεις, θα τρέχεις να κρυφτείς κι εσύ απ το θεριό που
τρέφεις.
Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος το είπε ο ποιητής, η κάθε σου κραυγή είναι
πετριά, μην ξεχαστείς.
Το πρόσωπό σου να ματώνει από τις σφαίρες, δεν έρχονται
μονάχες τους καλύτερες μέρες.
Κάθε σου κίνηση γκρεμίζει αδικίες, μην ξεχαστείς
ούτε στιγμή, μη λες δικαιολογίες.
Δεν κλαίω σου είπα, που τα είδες τα δάκρυα;
Εσύ να ανησυχείς για τα εδάφη τα πάτρια.
Τα φίδια ξαναβγήκαν από τις τρύπες τους
πάλι, τον φόβο σου μυρίστηκαν και σήκωσαν κεφάλι.
Δειλοί με μπράτσα φουσκωτά και
με κεφάλια άδεια πουλήσανε ελληνισμό στ’ ανόητα κοπάδια.
Κι εσύ που οι παππούδες
σου ήρθαν κυνηγημένοι, μην το ξεχνάς, είν’ ιερό το βλέμμα του ικέτη. Σήκωσε το
βλέμμα, κοίτα πως κατάντησες φουκαρά, έγινες όλα εκείνα που κορόιδευες πιο
παλιά.
Σπίτι, δουλειά, μιζέρια κι η ζωή σου να περνά, σ’ όλα αυτά που δίπλα σου
συμβαίνουν να στέκεσαι μακριά. Mια μάνα μόνη στάθηκε απέναντι απ’ το φίδι, μια
μάνα που θυσίασε μονάκριβο στολίδι.
Τα λόγια της δεν μάσησε, τους κοίταξε στα
ίσα, ο πόνος δεν τη λύγισε, τη λένε Μάγδα Φύσσα.
Τι με κοιτάς; Σου είπα δεν
κλαίω. Ντρέπομαι μόνο μ' όλα αυτά που σου λέω. Μπορεί όλα να γίνονται μέσα στη
γειτονιά σου, περνάς από εκεί, αλλά κοιτάς τη δουλειά σου. Και μη μου πεις ότι
δεν έβλεπες πάλι όταν κλοτσούσανε τον Ζακ στο κεφάλι, ήτανε μέρα μεσημέρι στην
πόλη, κυρ Παντελήδες και μπάτσοι, αδίστακτοι όλοι. Μίλα και γι’ αυτούς που δεν
προλάβανε. Τον Γιακουμάκη τζάμπα μάγκες τον τρελάνανε. Πολλοί το ξέραν, μα
κανείς δεν μιλούσε και η ευαίσθητη ψυχή του αιμορραγούσε.
Σήκωσε το βλέμμα,
κοίτα πως κατάντησες φουκαρά, έγινες όλα εκείνα που κορόιδευες πιο παλιά.
Σπίτι,
δουλειά, μιζέρια κι η ζωή σου να περνά, σ’ όλα αυτά που δίπλα σου συμβαίνουν να
στέκεσαι μακριά. Τα πιτσιρίκια που βρίζεις είναι η μόνη σου ελπίδα. Αλληλεγγύη
και σεβασμός είναι η δική τους πατρίδα. Τον φίλο τους τον είδανε νεκρό από μια
σφαίρα κι ορκίστηκαν πως όλα αυτά θα αλλάξουνε μια μέρα. Και να ‘σαι φίλε
σίγουρος αυτό θα το πετύχουν, γι’ αυτό και δεν ανέχονται οι κάφροι να ορίζουν.
Στο μέλλον το δικό τους δεν ανήκεις εσύ, είναι άλλο το χαρμάνι και γουστάρουν τη
ζωή!
Μίλα για τον τύπο από δίπλα, που ξεσπάει στα παιδιά του της ζωής του τη
σκατίλα, που κάνει τον μάγκα μόνο εκεί που τον παίρνει, γιατί όλη την ημέρα
τεμενάδες προσφέρει. Και οι μπάτσοι που μπήκαν στων γειτόνων το σπίτι κι εσύ
φώναζες μπράβο γερασμένο καθίκι, να το ξέρεις ένα βράδυ θα μπουκάρουν σε σένα,
γιατί οι τύποι δεν έχουν σεβασμό σε κανέναν. Μίλα, μην κάνεις πως δεν βλέπεις.
Θα τρέχεις να κρυφτείς κι εσύ απ’ το θεριό που τρέφεις. Αν θες να λέγεσαι
άνθρωπος, το είπε ο ποιητής, η κάθε σου κραυγή είναι πετριά, μην ξεχαστείς.
ΟΤΑΝ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΜΙΣΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει. http://www.katiousa.gr/logotechnia/poiisi/argyris-chionis-kravgazo-isycha-apala-schedon-psithyrista/
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό
ψωμί είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος κι αυτή
μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό
Ας μη το κρύβουμε διψάμε για ουρανό!
[πηγή: Μίλτος Σαχτούρης,
Ποιήματα (1945-1971), Κέδρος, Αθήνα 1996 (8η έκδ.), σ. 144]
αναδημοσίευση από https://tassosleivaditis.wordpress.com/2010/07/24/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CF%81%CE%AC%CE%B4%CF%85/
Περιμένοντας το βράδυ (Τάσος Λειβαδίτης)
Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε,
όμως τα βραδιά κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας
και συχνά μέσα στον ύπνο ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας το μέλλον είναι άγνωστο το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση
Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα
τι έρωτες Θέε μου,
τι ηδονές,
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα. Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ' το φως της ημέρας Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη Δεν βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας Κλέφτες! Στα ψέματα παίζαμε!